Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Ανάβαση του Κύρου και κάθοδος των μυρίων 401 π.Χ

κάθοδος των μυρίων
Το 404 πέθανε ο βασιλιάς της Περσίας Δαρείος Β. Ό Η σύζυγός του Παρύσατις, που ήταν γυναίκα ικανότατη και ραδιούργα, δεν αγαπούσε τον πρωτότοκο γιο της τον Αρταξέρξη, αλλά το νεώτερο τον Κύρο, που τον είδαμε να διορίζεται στα τελευταία χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου ηγεμόνας στις δυτικές παραλίες της Μικράς Ασίας και να συντελεί με την πιστή του συμμαχία προς τους Σπαρτιάτες στον οριστικό τους θρίαμβο. Σ' αυτό τον Κύρο ήθελε η Παρύσατις να μεταβιβάσει το θρόνο αλλά ο Δαρείος Β' πέθανε πριν τον διορίσει διάδοχο και έτσι κατέλαβε την εξουσία ο Αρταξέρξης Β' που ονομάστηκε Μνήμων. Ο Κύρος όμως δεν παραιτήθηκε από τις αξιώσεις του.

Προπαντός στηριζόταν στην αρχή που ίσχυε πολλές φορές στους Πέρσες, και στην οποία είχε στηριχτεί και άλλοτε ο Ξέρξης, ότι δηλαδή αυτός που γεννήθηκε ενώ βασίλευε ο πατέρας του προτιμάται από εκείνον που γεννήθηκε πριν. Έπειτα είχε βοηθό τη μητέρα του Παρύσατι και έλπιζε να τον βοηθήσουν και οι παλιοί του σύμμαχοι οι Λακεδαιμόνιοι. Για να πετύχει πιο σίγουρα, φανέρωσε τις αξιώσεις του μόνο αφού συγκέντρωσε στη σατραπεία του σοβαρή δύναμη. Αλλά τα σχέδια του δε διέφυγαν την προσοχή του Αλκιβιάδη που μετά τη νίκη στους Αιγός ποταμούς, επειδή δεν ένοιωθε ασφαλής στη Θρακική χερσόνησο, είχε καταφύγει στη Φρυγία κοντά στον Φαρνάβαζο και από εκεί παρατηρώντας από κοντά τα γεγονότα, κατάλαβε τι σκέφτεται ο Κύρος και ανακοίνωσε τις υπόνοιες του στο Φαρνάβαζο και θέλησε μάλιστα να πάει και στα Σούσα, στον Αρταξέρξη, για να αναμιχθεί πάλι στα πράγματα. Αλλά δεν πρόφτασε να το κάνει, γιατί η Σπάρτη, που πληροφορήθηκε τους σκοπούς του, απαίτησε από το Φαρνάβαζο να τον θανατώσει. Ο
Φαρνάβαζος αν και συνδεόταν με αυτόν με το δεσμό της φιλοξενίας, φοβήθηκε να παρακούσει τους Λακεδαιμόνιους, που ήταν τότε παντοδύναμοι, και έστειλε δολοφόνους στο σπίτι του Αλκιβιάδη, οι οποίοι αφού τον περικύκλωσαν τον σκότωσαν. Ώστε, ο Αλκιβιάδης πέθανε με τον τρόπο που του άξιζε, γιατί κάνοντας τόσες προδοσίες στη ζωή του, την τέλειωσε με προδοσία του τελευταίου του προστάτη. Ο Κύρος παρ' όλα αυτά συμπλήρωσε τις ετοιμασίες του. Ιδιαίτερα όταν έφτασε κοντά του ,ο Κλέαρχος ο αρμοστής του Βυζαντίου βοήθησε όσο μπορούσε να συγκεντρωθεί κρυφά στράτευμα, γιατί η αποκατάσταση της ειρήνης στην κύρια Ελλάδα άφησε χωρίς δουλειά πολλούς άντρες που αγαπούσαν τον κίνδυνο και ο Κύρος είχε χρήματα και οι πολλές ανωμαλίες που συνέβαιναν στις πόλεις της Ασίας δικαιολογούσαν τη συγκέντρωση στρατευμάτων.

Έτσι με την πρόφαση ότι εκστρατεύει εναντίον των Πισιδών πειρατών, συγκέντρωσε όλα του τα στρατεύματα στις Σάρδεις και από εκεί ξεκινώντας το 401, πέρασε στο Ικόνιο, στην Ταρσό και την Ισσό, όπου βρήκε το ναύαρχο Πυθαγόρα που είχε σταλεί από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν την επιχείρηση του Κύρου, ελπίζοντας ότι, αν υπερισχύσει, θα τους βοηθήσει περισσότερο από πριν. Ο ελληνικός αυτός στόλος και άλλος αιγυπτιακός, που ήλθε επίσης για να βοηθήσει τον Κύρο, εμπόδισαν ο πρώτος το σατράπη της Κιλικίας και ο δεύτερος το σατράπη της Συρίας να αντισταθούν από την αρχή στην εκστρατεία του Κύρου. Επίσης προστέθηκαν 700 οπλίτες Λακεδαιμόνιοι με επικεφαλής το Χειρίσοφο στον πεζικό στρατό του Κύρου, που έφτασε χωρίς εμπόδια μέχρι τον Εύφράτη, πέρασε στην αριστερή του όχθη και έφτασε στην πεδιάδα Κούναξα, όπου τον περίμενε ο Αρταξέρξης. 

Βαριά θωρακισμένος οπλίτης του στρατού των Μυρίων. Πρόκειται για παραστάτη (επικεφαλής στίχου) ή για λοχαγό. Φέρει χαλκιδικό κράνος. Ο λοιπός εξοπλισμός είναι τυπικός των οπλιτών της εποχής με εξαίρεση τον πολυτελή πτυχωτό χιτώνα.
Ο βασιλιάς, που είχε μάθει έγκαιρα τον κίνδυνο που τον απειλούσε, είχε προετοιμάσει στρατό, που αν δεν είναι υπερβολικά όσα λέγονται, ξεπερνούσε το 1.000.000 άντρες. Ο Κύρος μπορούσε να αντιπαρατάξει μόνο 10.400 οπλίτες και 2.500 πελταστές, συνολικά 12.900 Έλληνες απ' όλα τα μέρη, Λάκωνες, Αρκάδες, Αθηναίους, Θεσσαλούς και άλλους, και 100.000 Ασιάτες. Στη μάχη που έγινε στά Κούναξα το Σεπτέμβρη του 401, έπεσε ο Κύρος και τα ασιατικά στρατεύματά του τράπηκαν σε φυγή. Μόνο οι Έλληνες νίκησαν στη θέση που παρατάχτηκαν και αφού απέκρουσαν την απαίτηση του βασιλιά να παραδώσουν τα όπλα, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, όπως ήταν συνταγμένοι σώζόντας τα όπλα και την τιμή τους: Αυτή είναι η αείμνηστη κάθοδος των μυρίων, που την περίγραψε ο στρατηγός της Ξενοφών στη συγγραφή του, πού επιγράφεται «Κύρου ανάβασις».
Έλληνας ιππέας του εθελοντικού τμήμα­ τος ιππικού που συγκρότησε ο Ξενοφώντας. Φέρει μεταλλικό θώρακα, ίσιο σπαθί και πέτασο. Οι ανάγκες του αγώνα υποχρέωσαν των Ξενοφώντα να συγκροτήσει εκ των ενόντων ένα τμήμα 50 ιππέων, το
Οι Έλληνες δεν επέστρεψαν από τον ίδιο δρόμο που πήγαν με τόν Κύρο, αλλά βάδισαν μέσα από τη Μεσοποταμία, τη Μηδία, την Αρμενία προς τα νότια παράλια του Ευξεινου πόντου, για να πάνε από κει στη Θράκη. Οι Πέρσες, που δεν τολμούσαν να τους επιτεθούν, προσποιήθηκαν στην αρχή ότι είναι πρόθυμοι να διευκολύνουν την επιστροφή τους, μέχρι που προσείλκυσαν με απάτη τον Κλέαρχο και όλους σχεδόν τους ανώτερους αξιωματικούς στο στρατόπεδό τους και τους θανάτωσαν.
Πίστεψαν ότι αν στερηθεί ο στρατός τους ηγεμόνες του, θα απελπιστεί και θα παραδώσει τα όπλα ή τoυλάχιστον θά διαλυθεί. Δεν ήξεραν όμως από τι ευγενικά στοιχεία απoτελoύνταν συνήθως τα ελληνικά τάγματα καί από τι θαυμαστή πειθαρχία διέπονταν. Οι μύριοι για μια στιγμή μόνο τα έχασαν, αμέσως συνήλθαν και εκλέξαν νέους στρατηγούς ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Ξενοφών, που ως τότε παρακολουθούσε το στρατό σαν απλός εθελοντής, αλλά τώρα ανέλαβε ουσιαστικά την αρχηγία που τυπικά μόνο είχε ο
Χειρίσοφος



Βοιωτός οπλίτης του στρατού των Μυρίων. Φέρει λινοθώρακα, ίσιο σπαθί και κράνος τύπου πίλου. Στην ασπίδα υπάρχει το ρόπαλο του Ηρακλή σήμα της πόλης των Θηβών.
Έλληνας έκδρομος οπλίτης. Οι έκδρομοι αποτελούσαν ειδικό τμήμα ελαφρά οπλισμένων οπλι­τών, αποστολή των οποίων ήταν η καταδίωξη των ηττημένων αντι­ πάλων. Ο συγκεκριμένος φέρει εξωμίδα, χιτώνα δηλαδή που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο
Και πράγματι κατόρθωσε με εξαιρετική υπομονή και με τακτική κατάλληλα προσαρμοσμένη στις διάφορες περιστάσεις και χώρες να οδηγήσει τους Έλληνες μέσα σε τέσσερις μήνες, στην Τραπεζούντα, στη μέση του χειμώνα, μέσα σε άγριους τόπους, άγνωστους και χιονοσκέπαστους, ανάμεσα σε εχθρικούς λαούς, μέσα σε αδιάκοπες προδοσίες των επιτρόπων της περσικής κυβερνήσεως, χωρίς γεωγραφικό χάρτη, χωρίς μηχανικούς για την κατασκευή γεφυρών, με ένα λόγο χωρίς κανένα βοήθημα απ' αυτά που έχουν οι νεώτεροι στρατοί. Αξίζει να σημειωθεί και το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα από το οποίο εμπνέονταν τα ελληνικά αυτά τάγματα. Το αίσθημα αυτό που εκδηλωνόταν με ευλάβεια από τον Ξενοφώντα, υπήρξε ένα από τα κυριότερα στηρίγματα του στρατού στις μεγάλες δοκιμασίες που πέρασε. Γιατί από την Τραπεζούντα έφτασε στη Θράκη, μέσω της Βιθυνίας, σε άλλους τέσσερους μήνες. Το πιο θαυμαστό απ' όλα σ' αυτή τη δωδεκάμηνη πορεία από τα παράλια της Μικράς Ασίας στα Κούναξα, από τα Κούναξα στην Τραπεζούντα και από την Τραπεζούντα στη Θράκη, είναι ότι ο στρατός έχασε μόνο τη μισή από την αρχική του δύναμη.
Έλληνας πελταστής. Φέρει πέλτη και είναι οπλισμένος ακόντια και σπαθί. Τα τμήμα­ τα πελταστών αποδείχθηκαν πολύτιμα κατά τη διάρκεια της πορείας των Μυρίων.
Ο Ξενοφών που επέστρεψε μετά από λίγο στην Ελλάδα και παρακολούθησε το φίλο του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, εξορίστηκε από τους Αθηναίους, που έγιναν τότε φίλοι του Πέρση βασιλιά. Αργότερα εγκαταστάθηκε σ' ένα κτήμα κοντά στην Ολυμπία που ή το αγόρασε ή του το έκαναν δώρο οι Σπαρτιάτες και εδώ και στην Κόρινθο που έζησε αργότερα και όπου πέθανε το 455 σε ηλικία 90 χρονών, έγραψε το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφής του. Αλλά εκείνο που τον έκανε αθάνατο είναι η ηγεμονία του στην κάθοδο των μυρίων. Μια μικρή ομάδα ανθρώπων στα βάθη της Ασίας, περιστοιχισμένη από χιλιάδες βαρβάρους, χωρίς να έχει να ελπίζει βοήθεια από πουθενά και χωρίς ηγεμόνες, κατόρθωσε πολεμώντας αδιάκοπα μέσα σε οκτώ μήνες να επιστρέψει στην πατρίδα με τα όπλα στα χέρια, πόσο καταπληκτικό θέαμα! Τι είναι η θρυλική κάθοδος του Μορώ μέσα στη Γερμανία αν συγκριθεί μ' αυτό το γεγονός; ή τι η επιστροφή των Γάλλων από τη Ρωσία, που έπαθαν πλήρη πανωλεθρία; Τι λοιπόν έλειπε από το έθνος, που είχε τέτοιους στρατιώτες, τέτοιους στρατηγούς, τέτοια πειθαρχία, τέτοια ηθική υπεροχή, για να κυριαρχήσει και υλικά στον κόσμο πάνω στον οποίο κυριάρχησε ηθικά;
Έλειπε η πολιτική ενότητα, που χωρίς αυτή, στον πολιτικό βίο των εθνών, χάνονται τα πιο θαυμαστά προτερήματα η πολιτική ενότητα, που δεν έπαψαν να την επιδιώκουν οι πρόγονοί μας αλλά δεν την απόκτησαν ούτε στην πρώτη περίοδο της ιστορίας τους, ούτε με την ηγεμονία της Σπάρτης, ούτε με την ηγεμονία των Θηβαίων.

Κρήτης τοξότης του στρατού των Μυρίων. Φέρει χαρακτηριστικό λακωνικό χιτώνα.
η πορεία των Μυρίων
ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Η μάχη των Πλαταιών 479 π.Χ

      Η απροθυμία, την οποία έδειξε η Σπάρτη μετά την μάχη των Θερμοπυλών και λίγο πριν την μάχη των Πλαταιών, δεν βοήθησε τους Έλληνες. Αλλά όταν τελικά πήρε την απόφαση να λάβει μέρος σοβαρά στον πόλεμο, το έκανε μεγαλειωδώς.
Πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, ο καθένας τους ακολουθούμενος από επτά είλωτες, μαζί με πέντε χιλιάδες Λακεδαιμόνιους περίοικους (ο καθένας ακολουθούμενος από ένα είλωτα ελαφρά οπλισμένο) βάδισαν προς τον Ισθμό. Αυτός ήταν ένας αρκετά μεγάλος στρατός και ποτέ στο παρελθόν η Σπάρτη δεν είχε στείλει τόσο μεγάλη δύναμη στο πεδίο της μάχης. Στον Ισθμό, συναντήθηκαν με άλλους συμμάχους της Πελοποννήσου και προχώρησαν με κατεύθυνση τα Μέγαρα. Εκεί ενώθηκαν με τρεις χιλιάδες Μεγαρείς και τελικά στις Πλαταιές με οκτώ χιλιάδες Αθηναίους οπλίτες. Η πόλη των Πλαταιών συνείσφερε εξακόσιους οπλίτες, οι οποίοι ήλθαν από την Σαλαμίνα υπό την αρχηγία του Αριστείδη. Ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων έφθανε τώρα τις τριάντα οκτώ χιλιάδες οπλίτες, οι οποίοι μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες και τους είλωτες πλησίαζε τις εκατό δέκα χιλιάδες άνδρες. Ο αριθμός αυτός συμπεριλάμβανε τους χιλίους οκτακοσίους σχεδόν άοπλους Θεσπιείς. Δεν υπήρχε ιππικό και οι τοξότες ήταν πολλοί λίγοι.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε για την άφιξη των Λακεδαιμονίων, έφυγε από την Αττική δια μέσου της Δεκέλειας, πέρασε το βουνό Πάρνων και μπήκε στην Βοιωτία. Βαδίζοντας επί δύο μέρες κατά μήκος του Ασωπού ποταμού, στρατοπέδευσε κοντά την πόλη των Πλαταιών.
Η μάχη των Πλαταιών, 479 π.Χ. Οι Έλληνες, αφού συμβουλεύτηκαν τους Θεούς με θυσίες στην Ελευσίνα, βάδισαν πάνω από τις κορυφές του Κιθαιρώνα και κατεβαίνοντας από το βόρειο τμήμα είδαν το στρατόπεδο του Περσικού στρατού στην πεδιάδα του Ασωπού. Ο βασιλιάς Παυσανίας, που περίμενε καλούς οιωνούς από τις θυσίες, κρατούσε τις δυνάμεις του μακριά από τις επιθέσεις του Περσικού ιππικού, κοντά στις Ερυθρές, όπου το έδαφος ήταν ανόμοιο και τραχύ, αλλά ακόμα και αυτό δεν εμπόδισε τον στρατηγό Μασίστιο να επιτεθεί στους Έλληνες. Όταν οι Μεγαρείς βρέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο και είχαν μεγάλες απώλειες, τριακόσιοι Αθηναίοι οπλίτες επέτυχαν να αναχαιτίσουν τους Πέρσες, σκοτώνοντας τον μεγαλόσωμο και γενναίο Μασίστιο. Το σώμα του, το παρέλασαν θριαμβευτικά επάνω σε άρμα. Το γεγονός αυτό ενθουσίασε τον Παυσανία, ο οποίος έφερε τον στρατό στην πεδιάδα, σε παράταξη στην δεξιά πλευρά του Ασωπού.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε την αλλαγή της θέσεως των Ελληνικών δυνάμεων, διέταξε τον στρατό του να πάρει θέση απέναντι τους, στην άλλη όχθη του Ασωπού. Ο ίδιος πήρε το πόστο της αριστεράς πτέρυγας, αντιμέτωπος των Λακεδαιμονίων. Ο υπόλοιπος στρατός του, αποτελούμενος από τους Έλληνες που είχαν προσχωρήσει στους Πέρσες, πενήντα χιλιάδες τον αριθμό, ήταν αντιμέτωπος των Αθηναίων. Το κέντρο του Μαρδόνιου αποτελείτο από Βακτριείς και Ινδούς. Ολόκληρος ο στρατός ανήρχετο στις τριακόσιες χιλιάδες άνδρες.
Επί οκτώ μέρες η επίθεσης αναβλήθηκε και από τις δύο πλευρές, λόγω κακών οιωνών. Την όγδοη ημέρα ο Μαρδόνιος με την συμβουλή του Θηβαίου αργηγού Τιμαγενίδα, έκοψε τις γραμμές ανεφοδιασμού των Ελλήνων και κατέλαβε μία μεγάλη αποστολή με εφόδια, σε μια πλαγιά του Κιθαιρώνα. Ο Αρτάβαζος επίσης τον συμβούλευσε να συνεχίσει αυτήν την τακτική ενοχλήσεων, αλλά ο Μαρδόνιος ήταν ανυπόμονος και διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί, καταλαμβάνοντας την πηγή των Γαργαπαθείων.
Ο Παυσανίας συγκάλεσε το πολεμικό συμβούλιο και πήραν την απόφαση να οπισθοχωρήσουν σε μια τοποθεσία ονομαζόμενη Νησί, η οποία βρισκόταν δυο χιλιόμετρα μακρύτερα και στη μισή απόσταση από την πόλη των Πλαταιών. Όταν ο Παυσανίας έδωσε το βράδυ την διαταγή για οπισθοχώρηση, μερικοί από τους Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να ακολουθήσουν. Οι απειλές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα να πεισθεί ο Σπαρτιάτης λοχαγός Αμομφεράτος, ο οποίος παίρνοντας μία μεγάλη πέτρα, την πέταξε στα πόδια του Παυσανία, με την εξής φράση:
"με αυτή την πέτρα δίνω την ψήφο μου να μην οπισθοχωρήσω".
Ο Παυσανίας, που δεν είχε καιρό να χάσει γιατί το ξημέρωμα έφτανε, άφησε τον Αμομφεράτο και τον λόχο του πίσω και βιάστηκε να πάει στο Νησί. Αργότερα ο Αμομφεράτος τους ακολούθησε.
Όταν ο Μαρδόνιος έμαθε ότι οι Έλληνες είχαν οπισθοχωρήσει, διέταξε επίθεση. Ο στρατός περνώντας το ποτάμι του Ασωπού, άρχισε να ρίχνει βέλη στους Έλληνες, οι οποίοι όμως δεν ανταπέδωσαν, περιμένοντας ακόμη τους καλούς οιωνούς από τις θυσίες. Όταν τελικά οι θυσίες καρποφόρησαν και άρχισε η μάχη ο Μαρδόνιος, επικεφαλής της σωματικής του φρουράς των χιλίων ανδρών, ήταν στην πρώτη γραμμή και πολεμούσε γενναία μέχρις ότου έπεσε, χτυπημένος από τον Σπαρτιάτη Αείμνηστο. Όταν ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε, ο Περσικός στρατός οπισθοχώρησε στο οχυρωμένο στρατόπεδο τους. Αλλά αυτό δεν τους έσωσε, γιατί οι Έλληνες τους ακολούθησαν κατορθώνοντας να μπούνε μέσα. Έγινε μεγάλη σφαγή και μόνον τρεις χιλιάδες Πέρσες από τις τριακόσιες χιλιάδες κατόρθωσαν να σωθούν, δραπετεύοντας. Οι Έλληνες έχασαν μόνον χιλίους τριακοσίους άνδρες