Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Σούλι

      Η ιστορία τού Σουλίου ξεκινά τόν 15ο αιώνα, όταν μετά τήν κυρίευση τών Ιωαννίνων καί τής Άρτας, ολόκληρη η Ήπειρος υποδουλώθηκε στούς Τούρκους. Δέν είχαν περιέλθει στήν τουρκική κυριαρχία τά παράλια τής Ηπείρου, η Πάργα, τό Άκτιο καί η Βόνιτσα, πού τά κατείχαν οι Ενετοί. Η Χειμάρρα καί τό Σούλι δέν προσκύνησαν ποτέ τόν κατακτητή. Ειδικά οι Σουλιώτες καθόλη τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας βρίσκονταν σέ κατάσταση πολέμου καί αντιμετώπιζαν πάντα μέ επιτυχία τίς αλλεπάλληλες επιθέσεις τού οθωμανικού στρατού.
   
  Τό 1772, ο αγάς τού Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσάπαρη ή Τζαπάρκα, επιτέθηκε στούς Σουλιώτες μέ στρατό 9000 ανδρών. Οι Σουλιώτες είχαν ξεσηκωθεί μαζί μέ τούς Μωραΐτες, κατά τή διάρκεια τών ορλωφικών, δεδομένου ότι είχαν λάβει από απεσταλμένο τού Αλεξίου Ορλώφ αρκετά πολεμοφόδια. Ο Τσάπαρης ορκίστηκε ότι θά εξόντωνε τελείως τό Σούλι καί σέ συνεργασία μέ τό δερβέναγα τών Αγράφων Μάλιο Κοζίνα Τόσκα επιτέθηκε στά σουλιοτοχώρια καί κατάφερε νά καταλάβει τό Σούλι, ενώ οι Σουλιώτες απεσύρθησαν στή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα. Σέ μία αντεπίθεσή τους, οι Χριστιανοί μαχητές κατάφεραν νά νικήσουν τόν Τσάπαρη καί νά τόν αναγκάσουν νά υπογράψει ανακωχή.
    Τό επόμενο έτος, ο ηγεμόνας τού Δελβίνου Κόκκα Πασάς μέ 4000 μαχητές επιτέθηκε μέ τήν σειρά του κατά τού Σουλίου, αλλά ηττήθηκε, όπως ηττήθηκε καί ο Μπεκίρ Πασάς πού ακολούθησε μέ 5000 πολεμιστές. Τήν ίδια τύχη είχε καί ο Χασάν Ιμπραήμ αγάς καί όλοι οι αγάδες καί οι πασάδες πού τόλμησαν νά αμφισβητήσουν τήν ανεξαρτησία τού Σουλίου. Δυστυχώς η αγραμματοσύνη τών Σουλιωτών ήταν αυτή πού δέν τούς επέτρεψε νά γράψουν γιά τήν ιστορία τού τόπου τους καί μόνο προφορικά διεσώθησαν οι μάχες πού έδωσαν, στερώντας μας έτσι από τίς λεπτομερείς αναφορές τών ιστορικών γεγονότων πού έζησαν οι προγονοί τους.
    
Εκείνη τήν εποχή αναδείχθηκε μία εκπληκτική καί συνάμα τρομερή μορφή πού σημάδεψε μέ τό πέρασμά της τήν Ήπειρο, τήν Αρβανιτιά, τή Μακεδονία, τή Θεσσαλία αλλά καί τή Ρωμιοσύνη ολάκερη. Αυτή η μορφή δέν ήταν άλλα από τόν Αλή πασά τόν Τεπελενλή, γνωστό καί ως τό λιοντάρι τής Ηπείρου. Ξεκίνησε πάμφτωχος καί κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του αμέτρητους θησαυρούς. Ξεκίνησε άσημος καί κατάφερε νά τόν τρέμουν οι αγάδες καί οι βεζύρηδες. Ξεκίνησε άστεγος καί κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του πλήθος από παλάτια καί σεράγια, γεμάτα μέ γυναίκες καί σκλάβους. Ο Αλής αναδείχθηκε σέ στρατιωτική ιδιοφυΐα αφού κατάφερε νά εκμηδενίσει όλους τούς εχθρούς του, ενώ όντας αγράμματος εξελίχθηκε σέ άριστο διπλωμάτη ξεγελώντας Γάλλους, Άγγλους καί Ρώσους πολιτικούς. Κατάφερε νά κλονίσει ακόμα καί τά θεμέλια τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναγκάζοντας τόν σουλτάνο νά στείλει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες γιά νά τόν αντιμετωπίσουν.
    Όμως ο δρόμος του πρός τήν δόξα καί τά πλούτη ήταν στρωμένος μέ αμέτρητα κουφάρια, όπως είχε εκμυστηρευτεί καί ο ίδιος στό Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ. Είχε θανατώσει τόσους, αρχίζοντας από τούς στενούς του συγγενείς καί όποιον στήν συνέχεια τολμούσε νά μπεί εμπόδιο στα σχέδιά του, ενώ είχε επινοήσει αμέτρητους τρόπους βασανιστηρίων γιά τά θύματά του. Όταν χαμογελούσε, όλοι πάγωναν γύρω του, γιατί μέ αυτό τό χαμόγελο σφράγιζε τή θανατική καταδίκη κάποιου φίλου ή εχθρού.
    Ο Αλή πασάς είχε βάλει σάν στόχο νά απαλλαγεί από αυτή τήν σφηκοφωλιά πού είχε στό πασαλίκι του καί η πρώτη του σοβαρή προσπάθεια έγινε στά 1792. Ξεκίνησε μέ ένα γράμμα πού έστειλε στούς Σουλιώτες οπλαρχηγούς, καλώντας τους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους γιά νά κτυπήσουν τούς μπέηδες στό Μπεράτι (βυζαντινό Βεράτιον) καί τό Δέλβινο. Πράγματι ο πασάς είχε συγκεντρώσει 10000 άνδρες μέ πραγματικό στόχο όμως όχι τούς Αλβανούς μπέηδες, αλλά τό Σούλι.
   Οι Σουλιώτες μόλις έλαβαν τήν επιστολή, μαζεύτηκαν στόν Aη Δονάτο, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία τού Δήμου, καί μέ προεδρεύοντα τό Γιώργο Μπότσαρη, αποφάσισαν νά στείλουν μικρή δύναμη εβδομήντα ανδρών στόν Αλή, ώστε καί νά τού ικανοποιήσουν τήν επιθυμία αλλά ταυτόχρονα νά μήν αδυνατίσουν τό Σούλι από μαχητές. Πράγματι τό μικρό σώμα τών Σουλιωτών, μέ αρχηγό τόν Λάμπρο Τζαβέλα καί τό νεαρό γιό του Φώτο, ενώθηκε μέ τίς δυνάμεις τού πασά στή Ζήτσα. Ο πονηρός πασάς αγκάλιασε φιλικά τόν Τζαβέλα καί αφού γλέντησαν, αποφάσισαν νά γίνουν αγώνες στό πήδημα καί στό λιθάρι, μεταξύ τών Τουρκαλβανών τού Αλή καί τών Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες άφησαν τά όπλα τους καί άρχισαν νά αγωνίζονται, μέχρι πού αφοπλισμένους πλέον τούς συνέλαβε ο Αλής, μέ εξαίρεση έναν Σουλιώτη ο οποίος πρόλαβε καί βούτηξε στό κρύο ποτάμι καί παρά τίς δεκάδες σφαίρες πού τού έριξαν, κατάφερε νά φτάσει στόν Γιώργο Μπότσαρη καί νά τόν ειδοποιήσει γιά τόν κίνδυνο πού πλησίαζε.
    Ο Αλής σίγουρος ότι ο Σουλιώτης είχε πνιγεί, ορκίστηκε "δέν θά μέ γλυτώσουν τά σκυλιά, θά τούς ψήσω ησαλάχ (Θεού θέλοντος) ζωντανούς σάν τόν Τσαούς πρίφτη (Χριστιανός από τό Χόρμοβο) γυναίκες καί παιδιά καί τό Σούλι θά τό κάμω σάν τό Χόρμοβο, χόρτο νά μή φυτρώση."
   Οι Τουρκαλβανοί μπήκαν στά έρημα Σουλιωτοχώρια αλλά δέχτηκαν βροχή από σφαίρες. Ο αιφνιδιασμός είχε αποτύχει. Απελπισμένος ο Αλής έβγαλε τόν Λάμπρο Τζαβέλα από τό μπουντρούμι καί τάζοντάς του χιλιάδες γρόσια, τόν κάλεσε νά πάει στούς συμπατριώτες του γιά νά τούς πείσει νά παραδοθούν. Ο Τζαβέλας έδωσε "μπέσα", αλλά φθάνοντας στό Σούλι, έκανε ακριβώς τά αντίθετα, οργανώνοντας περαιτέρω τήν άμυνα καί εμψυχώνοντας τούς αδελφούς του.
   Στίς 20 Ιουλίου 1792, ανήμερα τού Προφήτη Ηλία, χιλιάδες Τουρκαλβανοί μέ αρχηγό τόν Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκαν μέ αλαλαγμούς εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν καθ' υπόδειξη τού Γιώργου Μπότσαρη, εγκαταλείψει τό Σούλι, τή Σαμωνίβα καί τό Ναβαρίκο καί είχαν οχυρωθεί στήν απρόσιτη Κιάφα. Σέ μία νυκτερινή τους έφοδο 300 Σουλιώτες επιτέθηκαν στή μεγάλη σκηνή πού είχε στήσει ο Αλής γιά νά παρακολουθεί τίς επιχειρήσεις καί λίγο έλλειψε νά τόν συλλάβουν. Ο Αλής όμως δέν βρισκόταν στή σκηνή, ειδοποιημένος από έναν προδότη γανωτή, πού είχε βρεθεί τυχαία στό Σούλι καί έμαθε γιά τό σχέδιο τών Σουλιωτών. Αλλά καί μόνο η παράτολμη αυτή ενέργεια τών Σουλιωτών νά τόν σκοτώσουν μέσα στή σκηνή του, κατατρόμαξε τόν τύραννο.
   Όταν σταμάτησαν γιά λίγο οι κρότοι τών όπλων τών δύο πλευρών, η γυναίκα τού Λάμπρου Τζαβέλα, η Μόσχω ανησύχησε καί έδωσε εντολή στίς υπόλοιπες γυναίκες νά επιτεθούν μέ τή σειρά τους στούς στρατιώτες τού Αλάχ. Η ξαφνική εμφάνιση τών Σουλιωτισσών, ξάφνιασε τούς Τουρκαλβανούς καί παρέσυρε καί τούς Σουλιώτες νά ξεχυθούν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια. Τό σώμα τού Γιώργη Μπότσαρη πού ήταν κρυμμένο πίσω από τά βράχια, βρέθηκε στά μετόπισθεν τού εχθρού μέ αποτέλεσμα οι Τουρκαλβανοί νά βρεθούν περικυκλωμένοι. Τρείς χιλιάδες εχθρικά κουφάρια γέμισαν τά σουλιώτικα βουνά. Πολλοί έπεφταν από τά βράχια γιά νά σωθούν από τά σουλιώτικα μαχαίρια. Οι Σουλιώτες είχαν 74 νεκρούς, ενώ τραυματίστηκε καί ο Λάμπρος Τζαβέλας. Μετά τή μάχη, οι Χριστιανοί μαχητές έφτιαξαν πυραμίδα μέ τά κεφάλια τών νεκρών μουσουλμάνων, ενώ τά κουφάρια τους τά πέταξαν στόν Αχέροντα.
   Ο Αλής παρατώντας τή σκηνή του ανέβηκε στό άλογό του καί εξαφανίσθηκε μέ τή συνοδεία του. Μπαίνοντας στην πόλη διέταξε νά μείνουν κλειστά τά παράθυρα επί ποινή θανάτου γιά νά μήν δούν οι Γιαννιώτες τά άθλια απομεινάρια τού οθωμανικού στρατού. Γιά δεκαπέντε μέρες έμεινε απομονωμένος στό παλάτι του. Οι στρατιώτες του κατάκοποι κυνηγήθηκαν ως τά προάστεια τών Ιωαννίνων, όπου ο επίσκοπος τής πόλης πρότεινε στούς Σουλιώτες ειρήνη εξ ονόματος τού Αλή. Κατά τούς όρους τής ειρήνης όφειλε ο Αλής νά παραχωρήσει στούς Σουλιώτες όλη τήν περιοχή μέχρι τή Δερβίτσιανη έξι μίλια μακριά από τά Γιάννινα, νά επιστρέψει τούς αιχμαλώτους, μαζί μέ τόν Φώτο Τζαβέλα καί νά πληρώσει 1000 γρόσια για κάθε Τούρκο αιχμάλωτο.
   Ο Λάμπρος Τζαβέλας δέν άντεξε τόν τραυματισμό του καί πέθανε, αφήνοντας όμως στήν θέση του άξιο διάδοχο τόν γιό του Φώτο Τζαβέλα. Η εκλογή αυτή δυσαρέστησε τό γηραιότερο αρχηγό τής αντίπαλης φάρας, Γιώργο Μπότσαρη, στόν οποίο οφειλόταν τό σχέδιο τής σωτηρίας τού Σουλίου, τό καλοκαίρι τού 1792.
   Όμως ο μεγάλος πόθος τού Αλβανού ήταν τό Σούλι. Δέν είχε ξεχάσει ποτέ τήν ταπεινωτική ειρήνη πού είχε υπογράψει, καί είχε ορκιστεί νά τήν ξεπληρώσει μέ αίμα. Τόν Ιούνιο τού 1800, ο Αλής είχε μαζέψει 15000 διαλεκτό ασκέρι, διαδίδοντας τάχα ότι θά εκστρατεύσει κατά τών Γάλλων στήν Αίγυπτο. Ήδη ο γέρο Μπότσαρης είχε εγκαταλείψει τό Σούλι μέ όλη του τή φάρα καί είχε εγκατασταθεί στό Βουλγαρέλι, αδυνατίζοντας τήν άμυνα τής πατρίδας του. Η διχόνοια καί αργότερα η προδοσία, ανίατες ασθένειες τής φυλής μας, θά γίνονταν αργότερα οι αιτίες τής πτώσης τού Σουλίου.
   Τά οθωμανικά στρατεύματα ανεχώρησαν από τά Ιωάννινα καί στήν διαδρομή τούς έγινε γνωστό ότι κατευθύνονταν νά υποτάξουν τούς γκιαούρηδες πού αψηφούσαν τό νόμο τού Ισλάμ, τούς άπιστους Σουλιώτες. Ο βεζύρης θά έζωνε τό Σούλι από όλες τίς πλευρές. Ο ίδιος μέ χίλιους άντρες έστησε τό αρχηγείο του στή Λίπα. Ο Σιλιχτάρ Μπόντα μέ 2000, έπιασε τό κάστρο τής Μπογόρτσας, οι στρατηγοί Χατζή Μπέντο, Μπεκίρ Τζογαδώρο καί Μουσταφά Ζυγούρη μέ 3000 στρατοπέδευσαν στή Ζυρμή, ενώ ένα σώμα μέ αρχηγούς τόν Γιουσούφ Αράπη, τόν Χασάν Τσαπάρη καί τόν Σουλεϊμάν Τζόπανο πέρασαν τό γεφύρι τής Τσουκνίδας τού Αχέροντα καί στρατοπέδευσαν στή Νεμίτσα.
    Παρά τίς ανώτερες δυνάμεις τους, οι Τουρκαλβανοί του πασά ταπεινώθηκαν πάλι από τούς Σουλιώτες. Στίς 9 Ιουνίου 1800, ο Φώτος Τζαβέλας σκότωσε τόν γενναίο Μουσταφά Ζυγούρη στό Σιστρούνι καί αφού τόν αποκεφάλισε έδειξε τό κεφάλι του στούς δικούς του, οι οποίοι ετράπησαν σέ άτακτη φυγή. Οι Σουλιώτες, αφού λαφυραγώγησαν τό εχθρικό στρατόπεδο καί χωρίς νά χάσουν ούτε έναν στρατιώτη, επανέκαμψαν τροπαιούχοι στό Σούλι, ψάλλοντας τά νικητήρια.
    Ο Αλή πασάς, μόλις πληροφορήθηκε γιά τήν ήττα τού Σιστρουνίου, εξήλθε από τή Λίπα επικεφαλής 4000 Τουρκαλβανών καί πορευόμενος πρός τό Σιστρούνι συνάντησε τόν ηττηθέντα στρατό. Αφού ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, τούς αναδιοργάνωσε καί τούς οδήγησε αυτή τή φορά στή Βριτζάχα από όπου στίς 12 Ιουνίου εξαπέλυσε νέα επίθεση. Νόμιζε δέ ο Αλής ότι οι Σουλιώτες λίγα εικοσιτετράωρα μετά τήν νίκη στό Σιστρούνι, δέν θα περίμεναν μία νέα επίθεση. Πράγματι, οι Σουλιώτες δέν ήλπιζαν σε συγκέντρωση τού εχθρικού στρατού, αλλά ευτυχώς γι' αυτούς τούς ειδοποίησε ο Ισλαμπέης τής Παραμυθιάς.
   Ο Ισλαμπέης υπήρξε φίλος τών Σουλιωτών, αλλά είχε συμμετάσχει στήν εκστρατεία εναντίον τους, από τό φόβο καί μόνο τού Αλή πασά. Μέ μία επιστολή πληροφόρησε τόν βλάμη του Φώτο Τζαβέλα για τό σχέδιο τού πανούργου Αλή, προτρέποντάς τον γιά μεταμεσονύκτιο γιουρούσι στό εχθρικό στρατόπεδο. Πράγματι, ο Φώτος Τζαβέλας μέ 300 Σουλιώτες πλησίασε αθόρυβα μέσα στή βροχερή νύκτα στό εχθρικό στρατόπεδο. Οι Σουλιώτες αφού μαχαίρωσαν τούς σκοπούς όρμησαν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια στίς σκηνές πού κοιμόντουσαν αμέριμνοι οι μουσουλμάνοι καί τούς αποδεκάτισαν. "Σουλιώτετ, Σουλιώτετ, ώ βελέζερ" (Σουλιώτες, Σουλιώτες, ξυπνήστε ω αδελφοί!). Οι έντρομοι Οθωμανοί εγκατέλειψαν τό στρατόπεδό τους. Πολύτιμα λάφυρα, ζώα, πολεμοφόδια καί πλήθος αιχμαλώτων ήταν τά τρόπαια τής νίκης τών Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν τρείς νεκρούς καί επτά τραυματίες, μεταξύ τών οποίων καί ο οπλαρχηγός Πανομάρας.
     Ο Αλής έζωσε τό Σούλι μέ τούς πύργους του, ώστε νά αποκλειστούν οι Σουλιώτες από τίς γύρω περιοχές καί ιδιαίτερα από τήν Πάργα, από όπου προμηθεύονταν τίς τροφές τους. Κάλεσε καί τόν πασά τού Βερατίου Ιμπραήμ νά τόν ενισχύσει καί αυτός απέστειλε σώμα δύο χιλιάδων ανδρών. Αμέσως τριακόσιοι Σουλιώτες πήγαν νά προϋπαντήσουν τούς Αλβανούς τού Ιμπραήμ μέ κεφαλές τούς Φώτο Τζαβέλα, Γκόγκα Δαγκλή, Νάσση Φωτομάρα, Κωλέτζη Μαλάμου καί Θανάση Βάγια. Η μάχη υπήρξε σκληρή καί πολύωρη καί ο Φώτος τραυματίστηκε βαρύτατα. Έγινε τότε μάχη γύρω από τόν τραυματισμένο καπετάνιο καί οι Τουρκαλβανοί προσπάθησαν μέ λύσσα νά πάρουν τόν Φώτο καί νά πάνε τό κεφάλι του στόν Αλή πασά, γνωρίζοντας τήν μεγάλη αμοιβή πού θά τούς περίμενε. Ο Φώτος παρακάλεσε τόν αδελφό του Γιώργο νά τού κόψει αυτός τό κεφάλι γιά νά μήν πέσει στά χέρια τών εχθρών.
   Τελικά μόλις έπεσε η νύχτα οι Σουλιώτες κατάφεραν νά σώσουν τόν αρχηγό τους καί νά τόν μεταφέρουν στό Σούλι όπου έκανε τέσσερεις μήνες γιά νά συνέλθει από τόν τραυματισμό του. Οι χειμώνες τού 1801 καί τού 1802 αποδείχτηκαν πολύ σκληροί καί αδυσώπητοι γιά τούς Σουλιώτες. Η πείνα καί τό κρύο τούς θέρισε, ενώ μάταια προσπαθούσαν νά σπάσουν τόν αποκλεισμό γιά νά προμηθευτούν λίγο αλεύρι καί λίγο καλαμπόκι από τήν Πάργα. Οι συνεχείς νυκτερινές επιδρομείς κατά τών πύργων πού τούς είχαν κλείσει τά περάσματα δέν απέφεραν αποτέλεσμα. Ο βεζύρης προσπάθησε καί μέ χρήματα νά εξαγοράσει τό Σούλι. Ο Περραιβός μάς διασώζει τή λακωνική καί ταυτόχρονα πατριωτική απάντηση πού έδωσαν οι φτωχοί καί αγράμματοι αυτοί χωριάτες, τήν ίδια ώρα πού ψυχορραγούσαν:

"Βεζύρ Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα καί από τά πουγκιά σου καί από τούς ευτυχείς τόπους, τούς οποίους υπόσχεσαι νά μάς δώσης, όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δέν πωλείται, ούτ' αγοράζεται σχεδόν μέ όλους τούς θησαυρούς τής γής, παρά μέ τό αίμα, καί θάνατον έως του τελευταίου Σουλλιώτου."

    Τό 1803 η κατάσταση τών Σουλιωτών έγινε ακόμα πιό δύσκολη. Ο παμπόνηρος βεζύρης κάλεσε τόν Κίτσο Μπότσαρη (πατέρα τού Μάρκου) νά πάει στό Σούλι νά διαπραγματευτεί ειρήνη, μέ τόν όρο νά εξορισθεί ο Φώτος Τζαβέλας. Ο κρυφός του σκοπός ήταν νά σπείρει τή διχόνοια ανάμεσα στούς δύο αρχηγούς, κάτι πού τό κατάφερε, αφού ο Φώτος δυσαρεστημένος από τήν αποδοχή τού σχεδίου από τούς συμπατριώτες του καί κυρίως από τούς Κουτσονίκα καί Πήλιο Γούση, πυρπόλησε τό σπίτι του καί αποχώρησε από τό Σούλι μέ τήν οικογένειά του. Ο Αλής έτριβε τά χέρια του από τήν ικανοποίηση καί κάλεσε τώρα τόν Τζαβέλα στά Γιάννενα, θέτοντας νέους όρους γιά τό Σούλι. Αφού οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν έριξε τόν Φώτο στά μπουντρούμια, στερώντας τούς Σουλιώτες από τόν ικανότερο αρχηγό τους.
      Τήν αρχηγία τώρα τών στρατευμάτων τήν είχε αναλάβει ο άλλος γιός τού βεζύρη, ο Βελής ο οποίος κατάφερε στό μεταξύ νά πατήσει τόν Αβαρίκο, τή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα, περιορίζοντας τούς Σουλιώτες στό Κούγκι (ράχη στά αρβανίτικα) καί στά βράχια τής Μπίρας (τρύπα στα αρβανίτικα). Τώρα σειρά είχε η προδοσία, η οποία θά έδινε τήν χαριστική βολή στήν ανυπότακτη καί περήφανη εκείνη γωνιά τής Ηπείρου.
    Πήλιος Γούσης ήταν τό όνομα τού προδότη, ο οποίος παρουσιάσθηκε μία νύχτα στόν Βελή καί τού ζήτησε 9000 γρόσια γιά νά οδηγήσει τούς Τουρκαλβανούς του μέσα στό Σούλι, όπως καί έγινε στίς 25 Σεπτεμβρίου 1803. Οι Σουλιώτες αιφνιδιάστηκαν καί αποτραβήχτηκαν στόν Άγιο Δονάτο, έχοντας στά νώτα τους τό Κούγκι, όπου βρισκόταν τό μικρό φρούριο τής Αγίας Παρασκευής, πού είχε κατασκευάσει ο μοναχός Σαμουήλ. Ο Βελής αμέσως έστειλε κήρυκες στά Γιάννενα νά διαλαλήσουν τήν κατάληψη του Σουλίου, ο δέ πατέρας του μόλις έμαθε τά νέα, έβγαλε τόν Φώτο Τζαβέλα από τά μπουντρούμια καί κρατώντας ομήρους τήν οικογένειά του, τόν έστειλε στούς συντρόφους του γιά νά τούς πείσει νά εγκαταλείψουν μιά γιά πάντα τήν πατρίδα τους.
    Ενώ ο Κίτσος Μπότσαρης καί ο γέρο Κουτσονίκας είχαν υπογράψει συνθήκη παράδοσης τού Σουλίου, ο Φώτος Τζαβέλας αρνήθηκε νά προσυπογράψει καί στίς 7 Δεκεμβρίου 1803, έδωσε στό Κούγκι τήν ύστατη μάχη, έχοντας στό πλευρό του τήν περίφημη Χάιδω Σέχου, η οποία είχε γεμίσει τά δάκτυλά της μέ τά δακτυλίδια τών Τούρκων πού σκότωνε σέ κάθε μάχη. Σέ αυτή τή μάχη οι μουσουλμάνοι άν καί είχαν επικεφαλής τούς δερβίσηδες γιά νά τούς εμψυχώνουν (Μπιτά, μπιτά ώ τρίμμα) δέν κατάφεραν νά φτάσουν στά ταμπούρια τών Σουλιωτών. Είχαν περίπου 700 νεκρούς καί ο Αμπάζ Τεπελένα παρακάλεσε τόν Αλή νά κάνη νισάφι τόν ανθό τού στρατεύματός του στό καταραμένο Κούγκι.
    Τελικά οι Σουλιώτες, περικυκλωμένοι καί απομονωμένοι καί έχοντας στά χέρια τους γραπτές εγγυήσεις από τό βεζύρη καί τόν γιό του Βελή, ότι δέν θά τούς παρενοχλούσαν, αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν πολιτεία τους στίς 12 Δεκεμβρίου 1803. Οι φάλαγγες τής εξόδου ήταν τρείς. Η πρώτη μέ αρχηγούς Δήμο Δράκο, Φώτο Τζαβέλλα, Τζήμα Ζέρβα, Γκόγκα Δαγκλή καί Πανομαρά κινήθηκε δυτικά πρός τήν Πάργα. Η δεύτερη κινήθηκε κατά τήν Πρέβεζα καί η τρίτη μέ αρχηγούς Κίτσο (πατέρα τού Μάρκου) καί Νότη Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Παλάσκα, Κολέτση καί Φωτομάρα κινήθηκε κατά τό Ζάλογγο. Ξαφνικά οι Σουλιώτες πού έφευγαν, άκουσαν μία τρομερή έκρηξη σάν σεισμό καί κατάλαβαν ότι ο καλόγερός τους ο Σαμουήλ δέν θά άφηνε ποτέ τό Σούλι. Θάφτηκε κάτω από τό κάστρο στό Κούγκι, παίρνοντας καί αυτός μέ τή σειρά του μία θέση στά Ηλίσια πεδία.  
    Τήν πρώτη φάλαγγα τή κτυπήσανε οι Αλβανοί του Σιλλικτάρ Μπόντα, κοντά στήν Πάργα, αλλά επειδή οι Σουλιώτες ήταν πολυάριθμοι καί έλαβαν βοήθεια από τούς Παργινούς, κατάφεραν τελικά νά φτάσουν στή σωτηρία μέ μικρές απώλειες. Οι άλλες δύο όμως φάλαγγες τών Σουλιωτών, πού ήταν καί πιό ολιγάριθμες είχαν πολύ τραγική κατάληξη. Τήν φάλαγγα τών Μποτσαραίων τήν κτύπησε ο Μπεκήρ Τζογαδώρος στό Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες γιά δύο μερόνυκτα έδωσαν μάχη καί όταν τούς έλειψαν τά φυσέκια, έκαναν νυκτερινή έξοδο μέ τά σπαθιά στά χέρια. Πολλοί σκοτώθηκαν, οι αρχηγοί έσπασαν τόν κλοιό, αλλά εξήντα γυναίκες μέ τά μωρά στά χέρια δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν καί απομονώθηκαν στήν κορυφή ενός γκρεμού. 'Εσυραν τότε μέ αργό ρυθμό τό χορό του θανάτου καί όποια έφτανε στά χείλη τού βαράθρου, πέταγε τό παιδί της καί μετά έπεφτε καί η ίδια. Όταν οι βάρβαροι ανέβηκαν στήν κορυφή, δέν είχε μείνει ούτε μιά γυναίκα γιά νά τήν αρπάξουν. Κείτονταν όλες νεκρές στήν άβυσσο καί τό πυκνό χιόνι πού έπεφτε τίς σκέπαζε...

Πηγή: http://www.agiasofia.com/epanastasis/epanastasis15.html


Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Κατσώνης Λάμπρος (1752-1805)


Ο Πλοίαρχος Α’ Τάξεως και Ιππότης του Στρατιωτικού Παρασήμου του Αγ. Γεωργίου Δ’ Τάξεως Λάμπρος Δημητρίου Κατσώνης γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1752.

Σύντομο ιστορικό

Είναι άγνωστες οι λεπτομέρειες της οικογένειας, αλλά μαρτυρείται ότι μετά από κάποιο επεισόδιο με Τούρκο αξιωματούχο της περιοχής, ο Λάμπρος σε ηλικία περίπου 17 χρόνων, μαζί με τον πατέρα του καταδιωκόμενοι διέφυγαν μέσω Ύδρας στη Ζάκυνθο. Εκεί ο Κατσώνης ξεκίνησε το ναυτικό του επάγγελμα ταξιδεύοντας, φθάνοντας μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
Στα 1770 ο Λάμπρος κατετάγη στο Λιβόρνο εθελοντής στις Ρωσικές Δυνάμεις. Συμμετέχει στον Α’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1769-1774) - τα Ορλωφικά - στην Πελοπόννησο, ως ναύτης, και λόγω των ικανοτήτων που έδειξε προάγεται σε Υπαξιωματικό. Έτσι άρχισε μια στρατιωτική σταδιοδρομία 35 ετών στο Ρωσικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό. Στα Ορλωφικά τον ακολουθεί και ένας αδελφός του (δεν είναι γνωστό το όνομά του), που σκοτώθηκε όμως στον πόλεμο αυτό.
Μετά τα Ορλωφικά επέστρεψε με το Ρωσικό Στόλο και εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους Έλληνες στην Κριμαία (Γενί Καλέ-Κέρτς). Έλαβε δραστήρια μέρος στην υπεράσπιση της Κριμαίας από τους Τούρκους, διεκπεραίωσε με επιτυχία αποστολή στην Περσία και έλαβε ενεργά μέρος στη δημιουργία του Τάγματος της Μπαλακλάβα, επιχειρήσεις οχυρού Οτσακόβ, διακρινόμενος και αμειβόμενος για την αποτελεσματική δράση του διαδοχικά με προαγωγές μέχρι του βαθμού του Λοχαγού (1786).
Το 1787, με πρόταση του Αρχιστρατήγου Γρηγόρη Πατιόμκιν, προάγεται από την Αυτοκράτειρα Αικατερίνη ΙΙ, τη Μεγάλη, σε Ταγματάρχη και αποστέλλεται, μετά από δική του πρωτοβουλία στη Μεσόγειο. Αποστολή του Ταγματάρχη Λ. Κατσώνη στην αρχή είναι να προετοιμάσει Δύναμη πλοίων που θα πολεμούν τον Οθωμανικό Στόλο μέχρι να φθάσει στα νερά της Μεσογείου ο συγκροτημένος Ρωσικός Στόλος από τη Βαλτική.
Στην Τεργέστη όπου έφθασε, με χρήματα ομογενών, δικά του που δανείζεται από τοπικούς οικονομικούς παράγοντες και δάνειο Ρώσων αξιωματικών υπό τον Υποστράτηγο Ν. Μορντβίνοβ, αγοράζει μεταχειρισμένο πλοίο, το ονομάζει «Αθηνά της Άρκτου» και μαζί με δύο άλλα μικρά εμπορικά μετασκευασμένα σε πολεμικά πλοία, έχοντας Ρωσικά Καταδρομικά Διπλώματα, ξεκινά την Καταδρομική-Κουρσάρικη δράση του.
Σε λιγότερο από 3 μήνες έχει συγκροτήσει Στολίσκο με 10 καταδρομικά πλοία. Σε έγγραφη αναφορά του Λάμπρου της 31ης Οκτωβρίου 1788 υπάρχει λεπτομερής περιγραφή του ιδίου για το πώς ‘έχτισε’ την πρώτη του Ναυτική Δύναμη στο Αρχιπέλαγος , δηλαδή «…με το πολεμικό μου χέρι…», όπως γράφει χαρακτηριστικά!
Επιχειρεί από το Ιόνιο στο Αρχιπέλαγος (Αιγαίο) μέχρι την Κύπρο και τη Συρία, γενόμενος ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και όσων βοηθούν το Οθωμανικό καθεστώς. Ο πόλεμος όμως που ξεσπάει μεταξύ Ρωσίας-Σουηδίας (1788) δεν επιτρέπει την κάθοδο του Ρωσικού Στόλου και ο Λάμπρος Κατσώνης, επικεφαλής του Ρωσικού Ελαφρού Καταδρομικού Στολίσκου, πολεμά τον κοινό εχθρό μόνος του. Μετά τις πρώτες επιτυχείς Ναυτικές Επιχειρήσεις η Αικατερίνη διατάσσει και ο Στολίσκος του Λ. Κατσώνη αποτελεί πλέον μέρος των επισήμων Ρωσικών Ναυτικών Δυνάμεων στη Μεσόγειο.

Κατά διαστήματα πολεμά στο Αρχιπέλαγος και ο σχηματισθείς αργότερα (1789) Ρωσικός Κρατικός Στολίσκος, υπό τον Αντιπλοίαρχο Γουλιέλμο Λορέντζο, πρώην πειρατή από τη Μάλτα. Ο Λορέντζο όμως, δεν κατάφερε να συνεννοηθεί με τον Κατσώνη για κοινά σχέδια δράσεως, παρά τις διαταγές του Στρατηγού Ζαμπορόφσκι, Ανώτερου Διοικητή των Ρωσικών Δυνάμεων στη Μεσόγειο. Εξάλλου, εκτιμάται ότι ο Κρατικός Στολίσκος δεν συνενώθηκε με τον Στολίσκο του Κατσώνη, λόγω μάλλον αντιζηλίας των δύο Διοικητών.
Στη Τζιά όπου εγκαθιστά Ναυτική Βάση, παντρεύεται σε δεύτερο γάμο τη Μαρουδιά Σοφιανού κόρη του προεστού Πέτρου Σοφιανού. Η πρώτη σύζυγος του Κατσώνη, αγνώστων στοιχείων, είχε πεθάνει χωρίς να αποκτήσουν παιδιά μαζί.
Ο Στολίσκος του Κατσώνη έχει προκαλέσει μεγάλες καταστροφές στις εχθρικές Δυνάμεις και ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ δοκιμάζει να τον δωροδοκήσει, μέσω του Δραγουμάνου του Τουρκικού Στόλου, Σ. Μαυρογένη, προσφέροντας ελευθερία, ένα ελληνικό νησί, μη πληρωμή φόρων και 200.000 χρυσά νομίσματα, για να φύγει ο Κατσώνης με τους άνδρες του από τη Ρωσική Υπηρεσία και να σταματήσει τις Καταδρομές του εναντίον των Τούρκων. Ο Κατσώνης απάντησε με νέες Επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκικών Ναυτικών Δυνάμεων και των παράκτιων φρουρών τους.
Την Άνοιξη του 1790 αποπλέει από τα Ιόνια νησιά για το Αρχιπέλαγος με 9 πλοία.. Στην πορεία προς το Αρχιπέλαγος παρέλαβε και επιβίβασε στο Στολίσκο του τον Ανδρούτσο με 800 πολεμιστές, που έκτοτε χρησιμοποιεί ως Αποβατικό Άγημα, το πρώτο Άγημα Πεζοναυτών πριν τον απελευθερωτικό Αγώνα.

Ο Κατσώνης ναυμαχεί και κατανικά τους Τούρκους συνεχώς επί 4 χρόνια, μέσα στα οποία προάγεται στα θαλασσινά πεδία των μαχών διαδοχικά σε Αντισυνταγματάρχη (1789) και Συνταγματάρχη (1790). Τον τελευταίο βαθμό αποκτά παρά την ήττα του στην ναυμαχία της Άνδρου, στον Κάβο Ντόρο, αφού κρίθηκε από τον Πατιόμκιν και την Αυτοκράτειρα ουσιαστικός νικητής. Ως επιβεβαίωση αυτού, του απονέμεται η υψηλότερη διάκριση της εποχής σε στρατιωτικό παράσημο, του Ιππότη του Στρατιωτικού Τάγματος του Αγ. Γεωργίου Δ’ Τάξεως (№ 755 (402); 8 сентября 1790, Σεπτέμβριος 1790)!
Στον Ελαφρό Καταδρομικό Στολίσκο του Κατσώνη πολεμούσαν και άλλοι Λιβαδείτες, που είχε ναυτολογήσει ο ίδιος. Σύμφωνα με τα Ρωσικά Αρχεία υπηρετούσαν στα πλοία του και οι ακόλουθοι: Πλοίαρχοι Στάθης Κατσώνης, Κωνσταντίνος Λεβαδίτης, Αγγέλη Διαμανδή, Υποπλοίαρχος Δρόσος του Χατζή και ο Ανθυποπλοίαρχος Κωνσταντίνος Θεοφάνης.
Ειδικά όμως, και για υπάρχουσα σχέση και ‘συνεργασία Λάμπρου Κατσώνη-Αλή πασά’ τα ΡΑ αποκαλύπτουν ότι μεταξύ τους είχε συζητηθεί σχέδιο, το οποίο προέβλεπε την υποστήριξη του Αλή πασά των Ιωαννίνων σε περίπτωση εξεγέρσεως για την απελευθέρωση της ελληνικής περιοχής με τη βοήθεια της Ρωσίας. Το προσχέδιο της συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας και Αλή πασά με τη μεσολάβηση του Κατσώνη αναφέρεται στην από 16 Ιουλίου 1791 έκθεση του Τομαρά προς τον Ποτέμκιν.
Στα 1791, ο Υποστράτηγος Βασίλης Τομαράς (ρωσιστί Ταμάρα), Διοικητής των Ρωσικών Δυνάμεων της Μεσογείου, αποδεχόμενος Διαταγή του Αρχιστρατήγου Γρηγόρη Πατιόμκιν, Πρίγκηπα πλέον της Ταυρίδας, τοποθετεί τον Συνταγματάρχη Λάμπρο Κατσώνη ως Διοικητή του Ρωσικού Στόλου της Μεσογείου, επικεφαλής 22 πολεμικών πλοίων αγκυροβολημένων στο νησί Κάλαμος του Ιονίου. Έρχεται όμως λίγο αργότερα η συμφωνία για ανακωχή στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο και ο Έλληνας θαλασσομάχος, άξιος Διοικητής μίας τόσο σημαντικής, στρατιωτικά και πολιτικά, Ναυτικής Δύναμης δεν επιτρέπεται να συνεχίσει τον αγώνα του. Ακολουθεί η συνθήκη του Ιασίου (Ιανουάριος 1792) και το τέλος του δεύτερου Ρωσοτουρκικού πολέμου. Η Αικατερίνη κερδίζει τη διέλευση των πλοίων της από τα Στενά του Βοσπόρου, αλλά η Ελλάδα παραμένει σκλαβωμένη!
Σύμφωνα με τον Ρώσο ιστορικό Γκρ. Άρς «…Η συνθήκη του Ιασίου προκάλεσε βαθιά απογοήτευση στην Ελλάδα. Εκατοντάδες Έλληνες εθελοντές, οι οποίοι πολέμησαν ηρωικά και έδωσαν τη ζωή τους στις ναυμαχίες υπό τη διοίκηση του Κατσώνη, είχαν προσελκυσθεί από τις υποσχέσεις της Αικατερίνης Β’ να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό…».
Η ειρήνη που υπέγραψε η Αικατερίνη ΙΙ δεν ικανοποιεί τους μύχιους σκοπούς του Κατσώνη και αποφασισμένος διακηρύσσει «…Αν η Αικατερίνη υπέγραψε ειρήνη με τους Τούρκους, εγώ δεν υπέγραψα ακόμα τη δική μου….».

Έχει στο μεταξύ με την έγκριση του Τομαρά, προβεί σε συμφωνία με τους Μανιάτες για να εγκαταστήσει Ναυτική Βάση του Ρωσικού Στόλου στο Πόρτο Κάγιο. Εκεί καταφεύγει τότε με 11 πλοία, που τον ακολουθούν, και δίπλα στη Ρωσική σημαία, που ποτέ δεν υπέστειλε, σηκώνει το Λάβαρό του και εκδίδει το Μανιφέστο του (Μάιος 1792). Το γνήσιο Μανιφέστο βρέθηκε από τον Π. Στάμου στα Εθνικά Ολλανδικά Αρχεία το 2007, ενώ παρόμοιο κείμενο, ανυπόγραφο και προερχόμενο από αντίγραφο διορθωμένο, επίσης ανυπόγραφο, δημοσιεύθηκε στην Ελλάδα το 1864 στο περιοδικό ΠΑΝΔΩΡΑ με την ονομασία ‘Φανέρωση’. Στο Μανιφέστο, την Πολιτική του Διακήρυξη, ο Λάμπρος Κατσώνης αφού εκφράσει την πικρία του για τον χειρισμό του ίδιου και των ανδρών του από τη ρωσική ηγεσία, διατυπώνει με σαφήνεια και ειλικρίνεια τους πραγματικούς του σκοπούς, που είχε πολεμώντας στις τάξεις του ρωσικού στρατού, και εξηγεί γιατί αποφάσισε να συνεχίσει μόνος τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών για να ελευθερώσει την πατρίδα του – «…για νάχει το Γένος έναν τόπο ελεύθερο…»!
Άλλωστε, τα Ρωσικά Αρχεία απεκάλυψαν επίσης έγγραφο για τους σκοπούς του Κατσώνη, όπου αναφέρεται ότι έγραψε, ενωρίτερα στις 30 Ιουλίου 1789, ο γραμματικός του Ιβάν Μπασίλεβιτς προς τον Αντιναύαρχο Γκίμπς : «…Ο Ταγματάρχης Λάμπρος έχει κύριο σκοπό και αδιάκοπη σκέψη, ξεσηκώνοντας τον Ελληνικό λαό σε εξέγερση, να αποκαταστήσει την Ελληνική Βασιλεία…».
Ο μοναχικός πολέμαρχος, πιστεύει ότι δεν έχει επαναστατήσει εναντίον της Αυτοκράτειρας, αλλά ότι επιδιώκει τους σκοπούς που από την αρχή είχαν τεθεί από την ίδια την Αυτοκράτειρα με το δικό της Μανιφέστο. Στο μανιφέστο της η Αικατερίνη ΙΙ καλούσε σε ξεσηκωμό τους Έλληνες για την ελευθερία και την υποστήριξη της χριστιανικής τους πίστης, επομένως ο Λάμπρος ακολουθεί το ελληνικό του πεπρωμένο, έχοντας και ενδείξεις μυστικής ρωσικής υποστήριξης και συνεχίζει μόνος του τον απέλπιδα πλέον αγώνα του εναντίον των Τούρκων.
Οι εχθροί του τον κατηγορούν για πειρατεία, αλλά όπως μαρτυρά και ο Γάλλος πρόξενος στη Ζάκυνθο S. Sauveur, ο ίδιος ο Λάμπρος Κατσώνης διακήρυξε: «…Δεν εξόπλισα πειρατές, αλλά καταδρομείς εναντίον του εχθρού…».
Οι Γαλλικές δυνάμεις συνεχίζουν να συμπράττουν με τους Οθωμανικούς για την εξόντωση του Κατσώνη. Έτσι, στις αρχές Ιουνίου 1792 ο ενισχυμένος με 30 μεγάλα και μικρά Πολεμικά Τουρκικός Στόλος, μεταξύ των οποίων 12 θωρηκτά, «…εξ φρεγάτας και λοιπά εως είκοσιν άπαντα και με στρατεύματα ικανά προς απόβασιν….», αποκλείει το Πόρτο Κάγιο και οι Δυνάμεις του αρχίζουν συντονισμένη επίθεση από ξηρά και θάλασσα .
Συγχρόνως προτρέπουν οι Τούρκοι με εκβιαστικές απειλές τους Μανιάτες να παραδώσουν τον Κατσώνη και τους ‘Λαμπρινούς του’. Ο ανδρείος Κατσώνης, αποφεύγοντας εμφύλιο σπαραγμό, αποφασίζει να σταματήσει την ένοπλη σύγκρουση και να δραπετεύσει. Σώζεται και μέσω Κυθήρων καταφεύγει σε Βενετική περιοχή (Πάργα). Από εκεί συνεχώς καταδιωκόμενος για δυο περίπου χρόνια καταφέρνει, με προσωπικές παρεμβάσεις φίλων Ρώσων διπλωματών και στρατιωτικών, να λάβει τη γραπτή άδεια να επιστρέψει στη Ρωσία το 1794.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ο Κατσώνης με την οικογένεια του φθάνουν στη Χερσώνα, στην Κριμαία. Η οικογένεια εκτός από τη σύζυγο, Μαρία (Σοφιανού), είχε και ένα γιό το Λυκούργο, ενώ με βάση τις Ρωσικές αρχειακές πηγές (έγγραφο του ίδιου του Κατσώνη) ένας άλλος γιός του σκοτώθηκε κατά τις επιθέσεις των Τούρκων στη Τζιά. Κατά τα Βενετικά Αρχεία όμως, "…όταν συνελήφθη (1793) η γυναίκα του είχε μαζί της ένα γιό και μια κόρη, …γιατί όταν είχαν εγκατασταθεί προ έτους (1792) εις Ιθάκην, … εγεννήθησαν δύο παιδιά, εν αρσενικόν και το άλλο θηλυκό…". Ο Τάκης Λάππας ονόμασε την κόρη του Κατσώνη Γαριφαλιά. Στα αρχεία μέχρι στιγμής δεν αναφέρεται και δεν διευκρινίζεται τι απέγινε η Γαριφαλιά. Προφανώς όμως πέθανε πριν από την επιστροφή της οικογένειας στη Ρωσία μετά το Β’ Ρώσο -Τουρκικό πόλεμο. Αργότερα, το 1804 γεννήθηκε ο άλλος γιός του Λ. Κατσώνη, ο Αλέξανδρος.
Η Αικατερίνη ΙΙ, όταν κατάλαβε ότι ο Συνταγματάρχης Λάμπρος Κατσώνης παρέμενε πιστός και αφοσιωμένος αξιωματικός της, τον συγχώρησε, τον υποδέχθηκε στην Αυλή της σαν ήρωα και διέταξε (Διάταγμα 7ης Απριλίου 1794) Ειδική Επιτροπή να κρίνει και αποφασίσει για το δίκαιο της δράσεως του Κατσώνη και των ανδρών του μετά την Συνθήκη του Ιασίου με εντολή αν δικαιωθούν να αποζημιωθούν.
Ακολουθεί επίσης Διάταγμα της Αικατερίνης ΙΙ, που δίδει εντολή να πληρωθούν στον «…Συνταγματάρχη και Ιππότη Λάμπρο Κατσώνη 8 ετών αποδοχές, για την υπηρεσία του κατά τη διάρκεια όλου του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου στο Αρχιπέλαγος, υπηρετώντας τον Ρωσικό Στολίσκο…».
Ο Λάμπρος Κατσώνης δικαιώθηκε από την Ειδική Επιτροπή και έλαβε ως αποζημίωση, με βάση τις αξιώσεις του το ποσόν των 576.674 ρουβλίων. Ο ίδιος ο Κατσώνης υποχρεωνόταν με την ίδια απόφαση να πληρώσει χρέη προς τρίτους ανερχόμενα στο ποσόν των 159.100 ρουβλίων. Οι αποφάσεις της Ειδικής Επιτροπής επικυρώθηκαν από τον Παύλο Α’, μετά το θάνατο της Αικατερίνης, με το Διάταγμα της 7ης Νοεμβρίου 1797. Ο Λάμπρος Κατσώνης είχε πλήρως δικαιωθεί ηθικά και υλικά! Δηλαδή έγινε αποδεκτό τελικά από τον Τσάρο της Ρωσίας Παύλο Πέτροβιτς ότι:
Ο Λάμπρος Κατσώνης μέσα από τις τάξεις του Τσαρικού στρατού, με τη δραστηριότητά του ως Διοικητής Ρωσικού Στολίσκου, τον οποίο μόνος του σχημάτισε με καταδρομικές ενέργειες, υλοποιούσε τους πραγματικούς του στόχους, εξυπηρετούσε δηλαδή την πολιτική της Αικατερίνης ΙΙ να εξασφαλίσει κάθοδο στη Μεσόγειο από τα Στενά του Βοσπόρου και συγχρόνως πολεμούσε για την Απελευθέρωση της Ελλάδας.

Έτσι, ο Συνταγματάρχης και Ιππότης Λάμπρος Κατσώνης αποκαταστάθηκε πλήρως στα μάτια της ανώτατης στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της Ρωσίας και της κοινωνίας. Του συμπεριφέρνονται «…πολύ ευνοϊκά η αυτοκράτειρα και η υψηλή κοινωνία. Γίνεται δεκτός στην αυλή, σε πολλά αριστοκρατικά σπίτια της Αγίας-Πετρούπολης, γίνεται αρκετά γνωστός και δημοφιλής άντρας στην πρωτεύουσα…μόνον στα 1796… από Μαΐου μέχρι Ιουλίου παραβρέθηκε σε πέντε επίσημες τσαρικές δεξιώσεις και γιορτές…κάθε φορά ήταν προσκεκλημένος στο τραπέζι της Αικατερίνης ΙΙ…». Ο Κατσώνης είναι πολύ ικανοποιημένος και σε ένδειξη των μεγάλων υπηρεσιών του έχει εξασφαλίσει την άδεια να φοράει στην πόλη, στις δεξιώσεις και επίσημες συγκεντρώσεις, ένα καπέλο-φέσι-, όπου έχει κεντηθεί με ασημένια κλωστή ένα γυναικείο χέρι και η επιγραφή «Δια χειρός της Αικατερίνης», που σήμαινε ασφαλώς την υψίστη εύνοια της Αυτοκράτειρας, αλλά και την πίστη του ίδιου προς αυτήν.
Την ίδια περίοδο, όπως για όλες τις διασημότητες, έγιναν τα πορτρέτα του Λάμπρου και της συζύγου του Μαρίας – Αγγελίνας για τα Ρωσικά Αρχεία – στην Αγία Πετρούπολη από τον διάσημο Ακαδημαϊκό ζωγράφο Ι.Β. Λάμπη το νεότερο.
Προηγουμένως όμως ο Συνταγματάρχης Κατσώνης στη Χερσώνα, συνεχίζοντας τη στρατιωτική σταδιοδρομία του, δοκιμάζοντας την ανθεκτικότητα των σκαφών ασχολείται με μελέτες βλητικής στον Κωπήλατο Στόλο της Μαύρης Θάλασσας και αποσπά τα εγκωμιαστικά σχόλια του Στόλαρχου Μορντβίνοβ .

Είναι σημαντικό όμως να αναφερθεί ότι, από πουθενά σήμερα δεν προκύπτει ότι ο Λάμπρος Κατσώνης ζήτησε ή έλαβε ποτέ τη Ρωσική υπηκοότητα. Πέθανε επομένως ως Έλληνας στη Ρωσία. Αντίθετα από τους δύο του γιούς, που και οι δύο αξιωματικοί του τσαρικού στρατού έλαβαν τη ρωσική υπηκοότητα και καταγράφηκαν και αυτοί στους πίνακες των Ευγενών της Ρωσίας. Μάλιστα ο μεγαλύτερος, Συνταγματάρχης Λυκούργος Λάμπρεβιτς, Διοικητής για 14 χρόνια του Ελληνικού Τάγματος της Μπαλακλάβα, έλαβε σαν τον πατέρα του το Στρατιωτικό Παράσημο του Αγ. Γεωργίου Δ’ Τάξεως (№ 8650; 26 ноября 1851). Από τους δυο γιους του Λυκούργο και Αλέξανδρο, που τελικά επέζησαν, ο Λάμπρος Κατσώνης απέκτησε 8 εγγονούς και 6 εγγονές.
Στο τέλος του 1798 με αρχές 1799 η οικογένεια Λ. Κατσώνη εγκαταστάθηκε στην Κριμαία, στο κτήμα που του χάρισε η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη ΙΙ. Ήταν περίπου 20.000 ντιαστίνες, δηλαδή περίπου 22.000 εκτάρια, με την εξοχική κατοικία της μέσα στο κτήμα. Αυτό το κτήμα, ο Κατσώνης αργότερα ονόμασε Λιβαδειά (Livadia)! Σήμερα είναι χωριό 3χλμ Δυτικά της Γιάλτας, όπου το ομώνυμο «Λευκό Παλάτι της LIVADIA». Στο παλάτι αυτό υπογράφηκε η περίφημη Συμφωνία της Γιάλτας (1945), ενώ κανονικά έπρεπε να λέγεται της Livadia!
Εκεί στην Λιβαδειά της Κριμαίας ασχολήθηκε με τη γεωργία (κυρίως αμπελοκαλλιέργειες). Έγινε παραγωγός βότκας από σταφύλι (μάλλον πρόκειται για μπράντυ-κονιάκ, αφού γινόταν από σταφύλι) και ανάπτυξε σχέσεις με το θαλάσσιο εμπόριο.
Ο θάνατος του Λ. Κατσώνη επήλθε το νωρίτερο στο τέλος του 1805 ή το αργότερο αρχές 1806, χωρίς να είναι ακόμα τεκμηριωμένη η ακριβής ημερομηνία, σε ηλικία 53 ή 54 ετών. Δολοφονήθηκε κατά μυστηριώδη τρόπο, στη επιστροφή του από την Αγία Πετρούπολη. Δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα στα Αρχεία στοιχεία για τις λεπτομέρειες της δολοφονίας του. Κατά μία εκδοχή, δολοφόνος ήταν ο οικογενειακός γιατρός του, πιθανώς υποκινούμενος από τη σύζυγο του Λάμπρου, λόγω αντιζηλιών και οικονομικών διαφορών. Οι σχέσεις των συζύγων οξύνθηκαν τόσο που «βγήκαν στη φόρα», παρά τη γέννηση το 1804 του μικρότερου γιου Αλέξανδρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λάμπρος Κατσώνης απευθύνεται με παράπονο για τη συμπεριφορά της συζύγου στον Τσάρο Αλέξανδρο Ι, κατηγορώντας την σύζυγο «…για ακολασία και για την οικειοποίηση του κτήματός του…». Αργότερα μετά το θάνατο του Λάμπρου Κατσώνη η χήρα του υπέβαλε προς την Αυτού Εξοχότητα Αλέξανδρο Ι «Αίτηση για σύνταξη» στα 1806, γεγονός που ίσως παραπέμπει στο χρόνο (1806) θανάτου του Κατσώνη.
Διατρέχοντας τον Ατομικό Φάκελο του Λ. Κατσώνη, που περιλαμβάνει τη δράση του Κατσώνη για 35 χρόνια ως στελέχους του Τσαρικού στρατού, αλλά και λαμβάνοντας υπ’ όψη τα στοιχεία των πολεμικών του δραστηριοτήτων, όπως έχουν ιστοριογραφηθεί μέχρι σήμερα, αβίαστα μπορεί κανείς να φθάσει στο συμπέρασμα ότι ο Λάμπρος Κατσώνης είναι ο Εθνικός Ήρωας που έχει την μεγαλύτερη πολεμική δράση κατά την περίοδο των Εθνικών διεκδικήσεων, στις Ελληνικές θάλασσες αλλά και στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο, από κάθε άλλον άξιο Έλληνα θαλασσομάχο, πρίν και μετά το 1821! Είχε συνολικά 8,5 χρόνια πολεμική δράση.
Όπως είναι γνωστό, η Αικατερίνη η ΙΙ ακύρωσε τα πιστοποιητικά των προαγωγών του στους βαθμούς του Αντισυνταγματάρχη και Συνταγματάρχη, λόγω της «ανεξαρτητοποιήσεως» του Κατσώνη μετά την Συνθήκη του Ιασίου (1792). Η Αικατερίνη αποκατέστησε και δικαίωσε τον Κατσώνη, χωρίς όμως να του αποδώσει και πάλι τα σχετικά πιστοποιητικά- Διπλώματα. Ο Παύλος Α’, όχι μόνον εξέδωσε τα πιστοποιητικά, αλλά το 1797 προσέφερε στον Λάμπρο Κατσώνη ένα «βασιλικό» δαχτυλίδι ως ένδειξη εκτιμήσεως των υπηρεσιών του και παροχής της Τσαρικής του ευνοίας! Ο βαθμός του Λάμπρου Κατσώνη, στο τέλος της σταδιοδρομίας του, από Συνταγματάρχης μετατράπηκε αρχικά σε Συνταγματάρχη Ναυτικού Πυροβολικού και αργότερα σε Πλοίαρχο Α’ Τάξεως.
Ο Ατομικός του Φάκελος στα Ρωσικά Αρχεία τελειώνει ως εξής:
«…Έτ. 1796. Δεκέμβριος, μετονομασία του σε Πλοίαρχο Α’ Τάξεως με Αρχαιότητα από 29 Ιουλίου 1790 και τοποθετείται στον Κωπήλατο Στόλο της Μαύρης Θάλασσας υπό τη Διοίκηση του Υποναυάρχου Πουστόσκιν… Πέθανε στην αρχή της Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου Α’…».
Όλα τα νεότερα ιστορικά στοιχεία ενίσχυσαν και τεκμηρίωσαν την ηγετική, στρατιωτική, πολιτική και διπλωματική φυσιογνωμία του Λάμπρου Κατσώνη, που μαζί με τον Ρήγα Φεραίο έβαλε τις βάσεις του γενικού ξεσηκωμού μερικά χρόνια αργότερα.
Αυτό βεβαιώνει και ο Ρώσος ιστορικός Γκριγκόρι Άρς, για το πόσο δηλαδή επηρέασε ο θρύλος του Λ. Κατσώνη τις εξελίξεις προς την Ανεξαρτησία. Γράφει ο Άρς ότι συνέβη κατά τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας «…Μετά τον Απρίλιο του 1814 ο Ξάνθος, ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ είχαν συχνές συναντήσεις και συζητούσαν για την κατάσταση της χώρας τους. Κατά την διάρκεια αυτών των συζητήσεων, όπως θυμόταν αργότερα ο Ξάνθος, γινόταν λόγος για το γενικευμένο μίσος των Ελλήνων προς την τουρκική τυραννία, για τα ανδραγαθήματα των αγωνιστών για την ελευθερία, του Λάμπρου Κατσώνη, του Ρήγα Βελενστινλή, των ανδρείων Σουλιωτών και των κλεφτών. Διαπίστωναν την πλήρη αδιαφορία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για τις δυστυχίες και τις συμφορές της Ελλάδας…», επισημαίνοντας αυτά που αναφέρονται στα Απομνημονεύματα του ιδρυτικού μέλους της Φιλικής Εταιρίας Εμμανουήλ Ξάνθου.
Σύμφωνα με την πιο σύγχρονη ιστοριογραφία, που βασίζεται και στα Βενετικά, Γαλλικά, Αυστριακά, Ολλανδικά και Βρετανικά Αρχεία, ο Πλοίαρχος Α’ Τάξεως και Ιππότης Λάμπρος Κατσώνης, από τη Λιβαδειά της Βοιωτίας, με τον οργανωμένο και συστηματικό αγώνα του εναντίον των Τούρκων, τη μεγάλη χρονική διάρκεια του αγώνα του και τα επιτεύγματά του, μπορεί να θεωρηθεί ως ο θεμελιωτής του υβριδίου του υστερότερα Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδας και ένας από τους πρόδρομους της Ελληνικής Απελευθερωτικής Επανάστασης του 1821.

Πηγή:  http://viotikoskosmos.wikidot.com/

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Βρασίδας





Ο Βρασίδας (;-περ. 422 π.Χ.) υπήρξε αξιωματικός της αρχαίας Σπάρτης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, διακεκριμένος για τις στρατηγικές του ικανότητες. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ενσωμάτωνε πλήρως τα σπαρτιατικά ιδεώδη. Ο Βρασίδας ήταν γρήγορος στο να λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις και να οργανώνει στρατηγικές κινήσεις χωρίς κανένα δισταγμό. Επίσης υπήρξε και εύγλωττος ρήτορας.

Βιογραφία

Το 431 π.Χ. αναφέρεται ότι ηγήθηκε στρατεύματος που έλυσε την πολιορκία της Μεθώνης από τους Αθηναίους, ενώ το επόμενο έτος έγινε επώνυμος έφορος της Σπάρτης. Το 428 π.Χ. εξεστράτευσε στην Μακεδονία με σκοπό να ενισχύσει τις εκεί σπαρτιατικές θέσεις και να βοηθήσει τον σύμμαχο, βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα Β'. Κατέλαβε μια σειρά από παραλιακές πόλεις: Άκανθος, Στάγειρα, Αμφίπολη και Τορώνη. Τελικά, το 423 π.Χ. υπεγράφη ανακωχή με την Αθήνα.
Το 421 π.χ ο Βρασίδας από υποχρέωση προς τον Περδίκκα που παρείχε τροφή στο ήμισυ του Πελοποννησιακού στρατού, εξεστράτευσε μαζί του εναντίον του Αρραβαίου βασιλιά των Λυγκηστών. Οι αντίπαλοι συναντήθηκαν στο έδαφος της Λύγκου (Βορειοδυτική Μακεδονία) και μετά από σποραδικές συγκρούσεις παρέμεναν αδρανείς. Ο Περδίκκας περίμενε ενισχύσεις από μισθοφόρους Ιλλυριούς που είχαν φήμη ικανών και άγριων πολεμιστών. Οι Ιλλυριοί όμως πρόδωσαν τον Περδίκκα και ενώθηκαν με το στρατό του Αρραβαίου. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Μακεδόνες πανικόβλητοι από την τροπή των γεγονότων, εγκατέλειψαν την περιοχή χωρίς να ειδοποιήσουν το Βρασίδα που, έχοντας στρατοπεδεύσει σε αρκετή απόσταση, δεν αντελήφθη την φυγή των συμμάχων του. Το ξημέρωμα ο Λακεδαιμόνιος στρατηγός βρέθηκε απομονωμένος μέσα στη χώρα του εχθρού. Ψύχραιμα, οργάνωσε στρατιωτικό ελιγμό απαγκίστρωσης από την καρδιά της εχθρικής περιοχής, δημιουργώντας ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία σχηματισμό αμυντικού τετραγώνου. Τοποθέτησε ευέλικτες μονάδες κρούσεως στην περιφέρεια του σχηματισμού που βγαίνοντας αιφνιδιαστικά θα εξουδετέρωναν τις επιθέσεις των «βαρβάρων».
Πριν ξεκινήσουν την υποχώρηση, ενεθάρρυνε τους στρατιώτες του απομυθοποιώντας την πολεμική βιτρίνα των Ιλλυριών. Φαίνονται τρομεροί, τους είπε, γιατί επιτίθενται με άγριες κραυγές κραδαίνοντας τα όπλα τους. Aυτά όμως εντυπωσιάζουν μόνο την ακοή και την όραση. Η υποχώρηση με τάξη και πειθαρχία θα αποδείξει ότι τέτοια ασύνταχτα πλήθη περιορίζονται να δείχνουν με κομπασμούς από μακρυά την ανδρεία τους και δεν ντρέπονται να τραπούν σε φυγή, αν πιεστούν. Οι προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν. Οι επιτιθέμενοι καθηλώθηκαν. Οι Έλληνες επέστρεψαν με ασφάλεια σε φιλικό έδαφος. Η τροπή αυτή των γεγονότων τερμάτισε την συμμαχία Μακεδονίας και Σπάρτης.

Ο θάνατος του Βρασίδα

Τον Απρίλιο του 422 π.Χ. η ανακωχή Αθήνας και Σπάρτης τερματίστηκε και το επόμενο καλοκαίρι οι Αθηναίοι, με τον Κλέωνα ετοιμάζονταν να επιτεθούν στην Αμφίπολη. Ο Βρασίδας αντιλήφθηκε αμέσως τις προθέσεις τους να επιτεθούν, όμως τους αιφνιδίασε με ξαφνική έφοδο. Ενώ οι Αθηναίοι υπέστησαν πανωλεθρία, από τους Σπαρτιάτες σκοτώθηκαν μόνο επτά, από τους οποίους ένας ήταν και ο ίδιος ο Βρασίδας. Ετάφη στην Αμφίπολη με τις πρέπουσες τιμές, ενώ στην Σπάρτη δημιουργήθηκε κενοτάφιο δίπλα στους τάφους του Παυσανία και του Λεωνίδα. Η τοποθεσία που σκοτώθηκε ο Βρασίδας κοντά στη Νέα Πέραμο Καβάλας, ονομάζεται έως και σήμερα "Ακρωτήρι στρατηγού Βρασίδα". Επίσης διοργανώνονταν ετήσιες εκδηλώσεις με ομιλίες και αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του.

Ο Τάφος του Βρασίδα

Ο τάφος του Βρασίδα ανακαλύφθηκε τα τελευταία χρόνια και η μεταλλική λάρναξ με τα οστά του μαζί με ένα χρυσό στεφάνι εκτίθεται στό Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφιπόλεως Σερρών. Ο τάφος εντοπίστηκε κατά τις ανασκαφικές εργασίες του οικοπέδου για την ανέγερση του Αρχαιολογικού Μουσείου Αμφιπόλεως το 1976. Πρόκειται για κιβωτιόσχημο τάφο από πωροπλίνθους, λαξευμένο μέσα στο φυσικό ημίβραχο. Βρέθηκε ασύλητος και σφραγισμένος. Περιείχε μια ταφή- καύση μέσα σε μεταλλική οστεοθήκη όπου βρέθηκε χρυσό στεφάνι από φύλλα ελιάς. Η θέση του τάφου εσωτερικά των τειχών οδηγεί στην άποψη ότι πρόκειται για το τάφο ενός ιδιαίτερα σημαντικού προσώπου που τάφηκε με τιμές μέσα στον περίβολο των τειχών. Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη (Θουκ. IV.104, 106, 108 και V, 6, 10, 11), ο στρατηγός Βρασίδας ήταν ο ικανός στρατηγός της Σπάρτης που τάφηκε το 422 π.Χ. με τιμές εντός των τειχών και μπροστά στην αγορά της πόλης μετά τη φονική μάχη μεταξύ Κλέωνος και Βρασίδα (Στρατηγών Αθηναίων και Σπαρτιατών) που δόθηκε τη χρονιά αυτή μπροστά στα τείχη της πόλης. Ο Βρασίδας λατρεύτηκε στην Αμφίπολη ως ήρωας και πραγματικός οικιστής και η λατρεία του καθιερώθηκε με ετήσιους αγώνες και θυσίες.

Πηγές

  • Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987.
  •  Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου



 

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Πύρρος Α΄ (Pyrrhus I), ή Πύρρος της Ηπείρου (318 - 272 π.Χ.) ήταν Έλληνας[1][2] βασιλιάς των Μολοσσών, ελληνικού φύλου που κατοικούσε στην Ήπειρο, καθώς κι ένας από τους σπουδαιότερους ηγεμόνες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 330 έως 313 π.Χ., και της Φθίας Β'.[3] Θεωρείται κορυφαίος στρατηγικός νους, ένας από τους λαμπρότερους της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του έτερου περίφημου στρατηλάτη της αρχαιότητας, Αλεξάνδρου του Μέγα, καθώς η γιαγιά του πρώτου, Τρωάδα Α', ήταν αδερφή της μητέρας του δεύτερου, Ολυμπιάδας.
Τα νεανικά χρόνια του Πύρρου υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μακριά από την πατρογονική του εστία και μέχρι την ηλικία των 17 ετών απώλεσε τα δικαιώματά του στο θρόνο δύο φορές. Ωστόσο αξιοποίησε αυτή την περίοδο συνάπτωντας σχέσεις με τους Διαδόχους του Αλεξάνδρου, εδραιώνοντας τελικά την εξουσία του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του Πτολεμαίου. Μέσα στα επόμενα χρόνια είχε συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του ώστε να διεκδικήσει τα εδάφη της Μακεδονίας. Οι φιλοδοξίες του είχαν σε πρώτη φάση άδοξο τέλος.
Ακολούθησαν οι περίφημες εκστρατείες του στην ιταλική χερσόνησο εναντίον του ανερχόμενου εκείνη την εποχή ρωμαϊκού κράτους. Το όνομά του έχει μείνει στην ιστορία κυρίως χάρη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο Πύρρος και ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατηλάτης, Αννίβας, συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους εχθρούς που κλήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς απείλησε τις ρωμαϊκές βλέψεις για επέκταση και κυριαρχία στο χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας μέσα από μία σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων. Οι πολύνεκρες μάχες της Ηράκλειας, του Άσκλου και του Βενεβέντου κατάφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στο έμψυχο δυναμικό του λαού του, στερώντας έτσι από τον αγέρωχο ηγεμόνα τις δυνατότητες για πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του.
Παράσταση από την Κάτω Ιταλία με πολεμικούς ελέφαντες – ανάμνηση από την εκστρατεία του Πύρρου. Μουσείο Βίλας Τζούλια, Ρώμη.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε μια δεύτερη κατάκτηση των μακεδονικών εδαφών, αλλά και σε μία εκστρατεία στη νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Σπάρτης το 272 π.Χ. Η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, εξαιτίας κυρίως των υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η ζωή του Πύρρου έλαβε τέλος στην πόλη του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τα στρατεύματα του μεγαλύτερου εχθρού του κατά τα τελευταία εκείνα χρόνια, Αντίγονου Β' Γονατά.
Ο Πύρρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Η στρατιωτική του κατάρτιση ήταν αξιολογότατη, όπως μαρτυρούν τα αποσπάσματα των «Υπομνημάτων» του, ενός έργου το οποίο αναφέρεται στην πολεμική τέχνη και μνημονεύτηκε από αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, ο Πύρρος επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για 35 περίπου χρόνια. Μετά το θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε, και πέρασαν αιώνες, προτού δείξει σημεία ανάκαμψης.

Πίνακας περιεχομένων

3 Χρονολόγιο